-
Μυστήριο παραμένει ακόμη ο θάνατος του 47χρονου οδηγού των ΚΤΕΛ Αρκαδίας, ο οποίος το βράδυ της Κυριακής «έσβησε» πάνω στο τιμόνι, με το λεωφορείο να καταλήγει να κρέμεται στο χείλος του γκρεμού.
Ο 47χρονος Μίμης Παναγιωτόπουλος, που ένιωσε αρχικά αδιαθεσία και στη συνέχεια λιποθύμησε στο τιμόνι, απεγκλωβίστηκε από τους πυροσβέστες και στη συνέχεια μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Κέντρο Υγείας Δημητσάνας όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Ο οδηγός, γνωστός για την ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική και τη συλλογή δίσκων βινιλίου, άρχισε να νιώθει δυσφορία ενώ εκτελούσε το δρομολόγιο Λουτρά Ηραίας – Τρίπολη. Αμέσως έκανε στην άκρη του δρόμου το λεωφορείο, ανάμεσα σε Λευκοχώρι και Λαγκάδια, και κατέβηκε για λίγα λεπτά. Ομως, όπως αναφέρει το arcadiaportal, ανεβαίνοντας ξανά στη θέση του και βάζοντας μπροστά το όχημα, έχασε τις αισθήσεις του, με το λεωφορείο να κυλά προς τον γκρεμό και να σταματά στο χείλος του.
Το περίεργο είναι πως, σύμφωνα με τον πρόεδρο των ΚΤΕΛ, ο άτυχος άνδρας ήταν υγιέστατος. «Τον Ιούνιο είχε φέρει πιστοποιητικό υγείας. Υγιέστατος. Είχε προσκομίσει όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου πιστοποιητικά υγείας, με πρωτάρχον εκείνο του καρδιακού. Είχε εξεταστεί από καρδιολόγο, από ψυχίατρο και από παθολόγο. Αν και προβλέπεται κάθε πέντε χρόνια, εμείς έχουμε και γιατρό υπηρεσίας στο ΚΤΕΛ κάθε μέρα. Δεν είχε παραπονεθεί ποτέ για κάτι στην υγεία του» ανέφερε ο πρόεδρος του ΚΤΕΛ Αρκαδίας Νίκος Κουτσόγιωργας.
Το τραγικό είναι πως πέρυσι «έφυγε» από καρδιά ο πατέρας του 47χρονου, ο οποίος ζούσε με τη μητέρα του και τη γιαγιά του, ενώ είχε δύο αδέλφια στις ΗΠΑ.
Τη σκηνή που κατέρρευσε ο οδηγός περιέγραψε η μοναδική επιβάτισσα, μια φοιτήτρια Νοσηλευτικής στο Γενικό Παναρκαδικό Νοσοκομείο. «Κατεβαίνω το σκαλάκι και είδα ότι ο άνθρωπος ήταν αναίσθητος. Εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπα ούτε που είναι το χειρόφρενο ούτε τίποτα. Εβλεπα το λεωφορείο να φτάνει στον γκρεμό και τότε ασυνείδητα, από ένστικτο, ξάπλωσα στον διάδρομο του λεωφορείου. Ασυνείδητα. Μόλις είδα το λεωφορείο ότι σταμάτησε στα μπάζα, σοκαρίστηκα που είδα τον άνθρωπο στο τιμόνι, και βρήκα δύο κόκκινα κουμπιά, τα πάτησα και άνοιξε η πίσω πόρτα. Πήρα την τσάντα μου και κατέβηκα. Πώς κατέβηκα, πώς βγήκα στον δρόμο, τίποτα δεν κατάλαβα, ένας Θεός το ξέρει» είπε.